- αναπειστικός
- η , όν1) разубеждающий, отговаривающий; 2) убедительный, веский, достаточный для переубеждения, разубеждения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπειστικός — ή, ό ο ικανός να μεταπείθει, πειστικός, παραπειστικός … Dictionary of Greek